ἀγαπών, -ώσα, -όν
Ερμηνεία:
[μετοχή ενεστώτος του ρ. άγαπώ (Αυτ’ος που αγαπά). (Βλ. άγαπήση, να)
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. άγαπών να αστεΐζεται…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|